Ο πειρατής Στίχοι
Μ’ αρέσει ο ποδόγυρος, το ρούμι, το χρυσάφι, το φοβερό μου πλήρωμα, τ’ ωκεανού τα βάθη. Ένα κατάμαυρο πανί, κρύβει ένα σκάρτο μάτι, που το ’χασα σ’ ένα καβγά, από ’να μαύρο ναύτη.
Άιντε μόλις μ’ αντικρίζουν, με φωνάζουν πειρατή, έχω ξύλινο ποδάρι, άλλ’ ατσάλινο σπαθί.
Έχω φίλους, τόνους γρόσια, και σεντούκια μεσ’ τη γή, που καλά είναι θαμμένα, σ’ ένα απόμερο νησί.
Του κόσμου όλου οι σκληροί, τρέμουνε τ’ όνομά μου, κουρσάρος είμαι τρομερός, τα πέλαγα δικά μου. Εψές το μούτσο κρέμασα, στο μεσιανό κατάρτι, γλυκάθηκε κι είχε βαλθεί να προκαλέσει στάση.
Άιντε μόλις μ’ αντικρίζουν, με φωνάζουν πειρατή, έχω ξύλινο ποδάρι, αλλ’ ατσάλινο σπαθί.
Έχω φίλους, τόνους γρόσια, και σεντούκια μεσ’ τη γή, που καλά είναι θαμμένα, σ’ ένα απόμερο νησί.
Απόψε πιάσαμε στεριά, μετά από 1000 ’μέρες, παρέα με το ναργιλέ κι μ’ έμορφες κοπέλες.
Προτού ο ήλιος να φανεί, θα έχουμε λακίσει,. γιατί η ζωή του πειρατή, στη θάλασσα ανήκει.
Άιντε μόλις μ’ αντικρίζουν, με φωνάζουν πειρατή, έχω ξύλινο ποδάρι, αλλ’ ατσάλινο σπαθί.
Έχω φίλους, τόνους γρόσια, και σεντούκια μεσ’ τη γή, που καλά είναι θαμμένα, σ’ ένα απόμερο νησί.