Οι γιαγιάδες Στίχοι
Ωρέ, στης Σάμος τα ψηλά βουνά, ωρέ, στου Κέρκη τα λημέρια, εκεί ξεχεί-, ωρέ, ξεχείμαζ’ ο Γιαγιάς.
ωρέ, ν’ είχε για τροφοδότη του, ένα ξάδερφό του, Κοκκώνη τον, μωρέ, τόνε λέγανε.
-Γεια σου Γιαούζο με το κλαρίνο σου!
Ωρέ, αυτός του έκαμε γλυκά, ωρέ, και του ’βαλε φαρμάκι, ένα πρωί, ωρέ, πρωί του τά ’δωσε.
Ωρέ, ν’ εκεί που έπινε νερό, ώρε, να σβήσει τη φωτιά του, άξαφνα πυ-, ωρέ, πυροβολισμοί.
-Άντε, βρε Κοκκώνη, μας έφαγες της Σάμος το καμάρι το καμάρι μπαμπέσικα! -Γεια σου και σένα Ρούκουνα!
Ωρέ, άξαφνα πυροβολισμοί, καρφώσαν την καρδιά του, και ο Κοκκώ-, ώρ’, ο Κοκκώνης φώναξε.
Ωρέ, κόφτε παιδιά την κεφαλή, για το Βαθύ να πάμε, την αμοιβή, ωρέ, αμοιβή να πάρουμε.
-Να ζήσει η Σάμος!